- κόλπιος
- ία , ον относящийся к заливу;
κόλπιον ρεύμα — Гольфстрим
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κόλπιον ρεύμα — Гольфстрим
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κόλπιος — α, ο [κόλπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θαλάσσιο κόλπο 2. αυτό που προέρχεται από τέτοιον κόλπο («κόλπιο ρεύμα») … Dictionary of Greek
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek